Κατά την αρχαιότητα η Σάμος δεν φημιζόταν για τα κρασιά της, αντιθέτως στην Σάμο ήταν πολύ ανεπτυγμένη η ελαιοκαλλιέργεια και ο τύραννος Πολυκράτης, προσπάθησε και πέτυχε την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και όχι της αμπελοκαλλιέργεια. Ο τρόπος αυτός εκμετάλλευσης της γης, φαίνεται να ήταν πιο αποτελεσματικός, από οικονομικής πλευράς, από την αμπελοκαλλιέργεια, όταν μάλιστα η Σάμος, δεν διέθετε καμιά ποικιλία για παραγωγή ποιοτικών κρασιών και υπήρχε μεγάλη προσφορά απο τα γύρο νησιά.
Η ποικιλία άσπρο μοσχάτο Σάμου, που έκανε το νησί παγκόσμια γνωστό, αναφέρεται για πρώτη φορά σε ποίημα του λόγιου ιερωμένου Καισάριου Δαπόντε που επισκέφτηκε την Σάμο το 1757, αλλά και ο Θεόδωρος ο Πτωχοπρόδρομος, αναφέρει σε ποίημά του το Σαμιώτικο κρασί, χωρίς όμως να αναφέρει αν επρόκειτο για μοσχάτο
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι με τον επανοικισμό του νησιού, κατά τον 16ον αιώνα, κάποιοι έφεραν μαζί τους και καλλιέργησαν, την ποικιλία αυτή (πιθανόν από την Μικρά Ασία) η οποία απέδωσε πλήρως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της Σάμου, όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Αμπελογραφία», ο καθηγητής αμπελουργίας της Γεωπονικής Αθηνών Οδ. Νταβίδης, , όπου αναφέρει επίσης ότι η ποικιλία είναι ταυτόσημη με την Muscat de Frontignan, που καλλιεργείται στη μεσημβρινή Γαλλία.
ΕπάνωΜεγάλη ανάπτυξη της αμπελοκαλλιέργειας στη Σάμο, σημειώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν το 1863 εμφανίστηκε η φυλλοξήρα στα αμπέλια της Γαλλίας, που μεταφέρθηκε απ’ την Αμερική.
Οι ευρωπαίοι, για ανεύρεση κρασιών και σταφίδας (από τις οποίες κατασκεύαζαν κρασί), στράφηκαν προς τις αμόλυντες ακόμα περιοχές, της ανατολικής Μεσογείου, όπου βρίσκεται και η Σάμος. Η ζήτηση ήταν μεγάλη, οι τιμές ανέβηκαν κατακόρυφα και αυτό κίνησε το ενδιαφέρον των γεωργών, οι οποίοι, επέκτειναν πάρα πολύ την καλλιέργεια του αμπελιού στις περιοχές αυτές. Κατά τον Επ. Σταματιάδη, η έκτασή τους έφτασε τις 45.631 στρέμματα, που αντιστοιχούν στο 9,5% της συνολικής έκτασης του νησιού.
Οι Ευρωπαίοι όμως, διαπίστωσαν ότι τα Αμερικανικά είδη αμπελιού, λόγω της μακράς συμβίωσης με την φυλλοξήρα, είχαν αποκτήσει ανοσία από την φυλλοξήρα και εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητά τους αυτή, δημιούργησαν υβρίδια, τα οποία χρησιμοποίησαν σαν υποκείμενα, πάνω στα οποία εμβολίαζαν τις επιθυμητές ευρωπαϊκές ποικιλίες. Έτσι άρχισαν να ξαναδημιουργούν τα κατεστραμμένα αμπέλια τους και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1890, είχαν δημιουργήσει αρκετά αμπέλια.
Στις αμόλυντες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου η καλλιέργειά τους είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις, η προσφορά κρασιού και σταφίδας μεγάλωσε και οι τιμές έπεφταν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η λεγόμενη διεθνής οινική κρίση ή σταφιδική κρίση για την Ελλάδα.
Επάνω
Στη Σάμο (ήταν Ηγεμονία εκείνη την εποχή), μόλις άρχισε να γίνεται αισθητή η οινική κρίση, εμφανίστηκε και η φυλλοξήρα, η οποία μέσα σε λίγα χρόνια, κατέστρεψε όλα τα αμπέλια στο νησί. Το πρώτο κρούσμα της φυλλοξήρας εμφανίστηκε την άνοιξη του 1892, στη θέση «Στεφανία» στην περιοχή Μυτιληνιών, η οποία μεταφέρθηκε απο την Μικρά Ασία, με ζώα ή κοπριά.
Για την ανακούφιση των γεωργών, που έχαναν το εισόδημά τους, πάρθηκαν σοβαρά μέτρα, μεταξύ των οποίων και η εισαγωγή της καλλιέργειας του καπνού, που άφησε εποχή στην ιστορία του νησιού, την παραγωγή, αλλά και την εισαγωγή από την Γαλλία, αμερικανικών μοσχευμάτων ανθεκτικών στην φυλλοξήρα, που τα μοίραζαν δωρεά στους γεωργούς για να ξαναφυτέψουν τα αμπέλια τους και έφεραν στη Σάμο, ειδικούς γεωπόνους για να δώσουν οδηγίες και να οργανώσουν την γεωργία της.
Η ποικιλία που χρησιμοποιήθηκε, σχεδόν αποκλειστικά, ήταν το άσπρο μοσχάτο, γιατί τότε, όπως και σήμερα, το μοσχάτο κρασί, είχε μεγάλη ζήτηση. Η ποικιλία απέδωσε πλήρως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της Σάμου και οι Γάλλοι εντυπωσιάστηκαν από τη γεύση και τη γλυκύτητα της, προσπάθησαν να το καλλιεργήσουν στη Γαλλία, αλλά δεν έχουν τα ίδια αποτελέσματα. Η ποικιλία που καλλιεργείτε στην Γαλλία ονομάζεται «Muscat de Frontignan» ή «Muscat Blanc à Petits Σιτηρά» και είναι ταυτόσημη με το λευκό μοσχάτο Σάμου.
Η οινοποίηση και το εμπόριο του κρασιού, έως το 1934, γινόταν από εμπόρους, που αγόραζαν τον μούστο από τους αμπελουργούς και τον οινοποιούσαν στα οινοποιεία τους, τις λεγόμενες ταβέρνες, και αυτοί καθόριζαν τις τιμές. Επειδή όμως εκμεταλλευόταν τους αμπελουργούς, με τον αναγκαστικό νόμο 6085/1934 ιδρύθηκε η Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου (Ε.Ο.Σ.Σ.) στην οποία οι αμπελουργοί παραδίνουν υποχρεωτικά την παραγωγή τους (έως και σήμερα), την οποία οινοποιεί στα δυο σύγχρονα οινοποιεία της, στο Μαλαγάρι της Σάμου και το Καρλόβασι .
ΕπάνωΣήμερα στη Σάμο, 2.450 αμπελουργοί, καλλιεργούν 15,5 km2 αμπέλια, από τα οποία μόνο το 0,5 km2, 2,6% βρίσκονται στο νότιο τμήμα του νησιού και τα υπόλοιπα 15,0 km2, 97,4% στο βόρειο και τα βουνά.
Η μέση ετήσια παραγωγή σταφυλιών ανέρχεται σε 8.014 τόνους, από τους οποίους 7.861 τόνοι (98,1%) λευκό μοσχάτο Σάμου, 117 τόνοι (1,5%) και Φωκιανό & Ρητινό και οι υπόλοιποι 36 τόνους (0,4%) διάφορες άλλες ποικιλίες.
Το αμπέλι της Σάμου, δεν είχε ανταγωνιστές και είναι μια εντελώς εξειδικευμένη καλλιέργεια για το νησί. Οι τιμές είναι πολύ ικανοποιητικές για τους παραγωγούς και συμβάλουν στην επέκταση της καλλιέργειας, κυρίως στις δυτικές περιοχές, στα χωριά γύρω από το Καρλόβασι.
Τα κρασιά της Σάμου, από σταφύλια της ποικιλίας «λευκό μοσχάτο Σάμου», είναι Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης ΠΟΠ, από το 1970 με κωδικό ΣΜ.
Επάνω
Σχόλια 0