-
Περιγραφή
Ο Ναός της Θεάς Ήρας ήταν το κυριότερο ιερό της αρχαίας Σάμου, και ένα από τα σημαντικότερα του τότε κόσμου. Κτίστηκε στις όχθες του ποταμού Ίμβρασου, εκεί όπου κατά την παράδοση γεννήθηκε η Θεά Ήρα, στην Νοτιοανατολική ακτή του νησιού και γύρω στα 6 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της αρχαίας πόλης της Σάμου (το σημερινό Πυθαγόρειο),με την οποία συνδέονταν με την Ιερά Οδό την κύρια πρόσβαση από την αρχαία πόλη προς τον ιερό τόπο.
Κατά την περίοδο του Μυκηναϊκού πολιτισμού (1600-1100 π.Χ.), εντοπίζονται στην περιοχή τα παλαιότερα ίχνη λατρείας της θεάς Ήρας, (ή μίας θεάς που ταυτίζεται με την Ήρα), ο μεγαλοπρεπέστερος όμως, “ο μέγιστος πάντων νηών των ημείς ίδμεν” όπως έγραψε ο Ηρόδοτος, ο Μέγας Ναός άρχισε να οικοδομείται το 540 π.χ., κατά την περίοδο της τυραννία του Πολυκράτη (538-522 π.Χ.), από τους αρχιτέκτονες Θεόδωρο (γιός του Ροίκου) και Τηλεκλή (γιός του Θεόδωρου).
Το ασύλληπτο για την εποχή μέγεθος του ναού ήταν 112,2 μέτρα μήκος, 55,16 μ. πλάτος και 21,5 μ. ύψους, ενώ διέθετε 155 κίονες στους οποίους διακρίνονταν τέσσερα διαφορετικά μεγέθη και τύποι. Σήμερα παραμένει όρθια μόνο μία κολόνα, στο μισό περίπου του αρχικού της ύψους, αδιάψευστος μάρτυρας της μεγαλοπρέπειας του “Μέγα Ναού”, ενώ από την υποδομή του ναού σώζεται εν μέρει ως το ύψος του τοιχοβάτη και του στυλοβάτη.
Επάνω-
Ιστορία
Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, η Θεά Ήρα, η βασίλισσα των θεών, η θεά της ευφορίας και της γονιμότητας, γεννήθηκε στις εκβολές του ποταμού Ίμβρασου, στήν ρίζα μίας Λυγαριάς που διατηρήθικε ώς τα χρόνια του περιηγητή Παυσανία (2ος αιώνας). Στον ίδιο χώρο τοποθετείται και ο ιερός γάμος της Ήρας με τον Δία, τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Στην ίδια περιοχή βρέθηκε και το πανάρχαιο αχειροποίητο (= που δεν φτιάχτηκε από ανθρώπινο χέρι) ξόανο της Ήρας. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την παράδοση η παρουσία του θείου ήταν έντονη και η ιερότητα του χώρου αναμφισβήτητη, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας ιερού προς τιμήν της Θεάς Ήρας, παρ’ όλες τις δυσκολίες λόγω του ασταθούς εδάφους που δημιούργησαν οι προσχώσεις του ποταμού Ίμβρασου.
Αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν αλλεπάλληλες φάσεις κατοίκησης τού χώρου από την Πρωτοελλαδική εποχή Ι και ΙΙ (2600 – 2300 π.χ.) έως την Υστεροελλαδική εποχή ΙΙΓ (1200 – 1100 π.χ.). Σε αυτή την εποχή ανήκουν και τα παλαιότερα ευρήματα, που μαρτυρούν την λατρεία της θεάς Ήρας στον χώρο, όπου υπήρχε ένας μικρός λίθινος βωμός και ένα ναόσχημο κτίσμα για την προστασία του ξύλινου αγάλματος.
Τον 8ο π.χ. κατασκευάζετε ο Εκατόμπεδος Ι ναός (μήκους 100 ποδών = 33 μ.) με μονή εσωτερική κιονοστοιχία από ξύλινα δοκάρια τα οποία στήριζαν τη στέγη. Στα μέσα του 7ου π.χ. αιώνα, κτίζεται από την αρχή ο Εκατόμπεδος ΙΙ, πάνω στα θεμέλια του προηγούμενου ναού, με τοίχους από λαξευτούς ασβεστόλιθους και σκαλιστή ζωφόρος, στο πάνω μέρος των τοίχων, όπου απεικονίζονταν πολεμιστές, τμήμα της οποίας σώζεται στο Μουσείο της Σάμου.
Το 570 – 560 π.χ. κτίστηκε νεότερος ναός της Θεάς Ήρας, γνωστός ώς ναός του Ροίκου, από το όνομα του μεγάλου γλύπτη και αρχιτέκτονα που είχε αναλάβει την ανέγερσή του. Ο ναός θεωρείται πρότυπο των μεγάλων δίπτερων ιωνικών οικοδομών με μήκος 105 μ, πλάτος 52 μ., ύψος 18 μ. και αποτελούνταν από 104 κολόνες. Ο ναός καταστράφηκε μερικά χρόνια μετά την κατασκευή του, αφού το ασταθές έδαφος δεν μπόρεσε να “σηκώσει” το μεγάλο βάρος του ναού.
Το 550 π.χ., παράλληλα με τον ναό του Ροίκου, κτίζεται και ο υπαίθριος μεγάλος Βωμός του Ροίκου, ο οποίος αποτελούσε το κέντρο της λατρείας, με τις εντυπωσιακές διαστάσεις 38,4 μ. Χ 18,7 μ.. Ο μαλακός ασβεστόλιθος όμως, από τον οποίο ήταν κατασκευασμένος, υπέστη μεγάλες φθορές με τον πέρασμα του χρόνου και κατά τον 1ο αιώνα μ.χ. αντικαταστάθηκε με αντίγραφο σε γκρίζο μάρμαρο.
Το 540 π.χ., κατά την περίοδο του τυράννου Πολυκράτη, άρχισε να οικοδομείται νεότερος ναός της Θεάς Ήρας, ο Μέγας ναός ή ο ναός του Πολυκράτη, από τους αρχιτέκτονες Θεόδωρο (γιό του Ροίκου) και τον Τηλεκλή (γιός του Θεόδωρου).
Ο ναός ήταν Δίπτερος ιωνικού ρυθμού, είχε την ίδια μορφή με τον προηγούμενο ναό του Ροίκου και λίγο μεγαλύτερες διαστάσεις (112,2 μ. Χ 55,16 μ. και ύψους 21,5 μ., χωρίς το κιονόκρανο και τη στέγη). Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέλη του παλαιού κατεστραμμένου ναού του Ροίκου.
Διέθετε 24 διπλές κιονοστοιχίες στις μακρές πλευρές και τριπλές στις προσόψεις, με 8 κολώνες στην ανατολική και 9 στην δυτική πλευρά, συνολικά 155 κολώνες. Σήμερα σώζεται μία κολώνα στο μισώ περίπου του αρχικού της ύψους , η οποία είναι αρκετή για να κατανοήθεί το μέγεθος του ναού και τον θαυμασμό που προκάλεσε στον Ηρόδοτο ο οποίος έγραψε «ο μέγιστός πάντων νηών των ημείς ίδμεν».
Οι εργασίες για την αποπεράτωση του ναού συνεχίστηκαν για πολλούς αιώνες (μέχρι το τέλος της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου), αλλά δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, αφού ο θάνατος του Πολυκράτη (522 π.χ.) οι μετέπειτα άστατες εξελίξεις, αλλά και τεχνικές δυσκολίες, δεν το επέτρεψαν.
Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, ο ναός επισκευαστικέ, προκειμένου να στεγάσει τα πολύτιμα αφιερώματα στους θεούς (αναθήματα), γι’ αυτό και ο Στράβων, κατά το πέρασμά του από την Σάμο το 10 μ.Χ., χαρακτήρισε τον ναό ως Πινακοθήκη, ενώ ο περιηγητής Παυσανίας το 170 μ.Χ. τον παρουσιάζει ως ερείπιο. Από τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο ναός αποσυναρμολογήθηκε σταδιακά μέχρι τα θεμέλια του, από τους κατοίκους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα μέλη του για την ανέγερση οικοδομών, αφού κομμάτια του ναού βρέθηκαν ενσωματωμένα σε κτίρια της εποχής.
Στις αρχές των Ρωμαϊκών Χρόνων (περίπου 10 π.χ) χτίζεται μπροστά στο βωμό, ένας νέος ναός, πολύ μικρών διαστάσεων (20,35 μ. Χ 18,96 μ.), προς τιμήν της Θεάς Ήρας και της Λιδίας (θεοποιημένη σύζυγος του αυτοκράτορα Αυγούστου). Οι μικρές διαστάσεις του ναού και η συστέγαση με την Λιδία δείχνουν ότι η Θεά Ήρα και το ιερό της Σάμου είχαν χάσει πλέον την ακτινοβολία τους μετά απο περίπου 15 αιώνες, ενός ιερού με παγκόσμια φήμη, αφού τα αναθήματα που βρέθηκαν αποτελούν πραγματικά έργα τέχνης, εκπληκτικής τεχνικής και επιβεβαιώνουν την προσέλευση επισκεπτών από όλα τα μέρη του τότε γνωστού κόσμου, όπως Αίγυπτο, Συρία, Ασσυρία, Βαβυλώνα, Μεσοποταμία, Περσία, Φοινίκη, Λακωνία, Αττική, Κρήτη, Κύπρο.
Στις αρχές των παλαιοχριστιανικών χρόνων (5ος αιώνα), στον χώρο του ερειπωμένου πλέον ιερού, χτίζεται μία εκκλησία τρίκλιτος, βασιλικού ρυθμού. Για την ανέγερση της εκκλησίας χρησιμοποιήθηκαν οικοδομικά υλικά από τα εναπομείναντα κτίρια του ιερού.
Με το πέρασμα των αιώνων ο χώρος εγκαταλείπεται και καλύπτεται σταδιακά από πυκνή βλάστηση και προσχώσεις του ποταμού Ίμβρασου. Το 1702 επισκέπτεται το νησί ο Γάλλος βοτανολόγος Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, ο οποίος αποτυπώνει τα ερείπια του ναού και φέρνει στο φώς τα πρώτα επιφανειακά ευρήματα. Το 1879 ο Paul Girard, ένας άλλος γάλλος περιηγητής βρήκε και ανέσυρε το πρώτο άγαλμα, ανάθημα του Χηραμύη στην Ήρα (οι κόρες του Χηραμύη) , το οποίο σήμερα κοσμεί το Μουσείο του Λούβρου, ενώ το δεύτερο ανασύρθηκε το 1984, στις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και βρίσκετε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σάμου.
Οι πρώτες συστηματικότερες ανασκαφές έγιναν το 1902 από τους αρχαιολόγους Παναγή Καββαδία και τον Σάμιο Θεμιστοκλή Σοφούλη, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 1910 από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, το οποίο συνεχίζει τις ανασκαφές μέχρι σήμερα.
Βιβλιογραφία: “Σάμος Ιστορικός & αρχαιολογικός οδηγός” Κωνσταντίνου Τσάκου (2003)
-
Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς
Ο Ναός της θεάς Ήρας στη Σάμο, έχει χαρακτηριστεί από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από το 1992, όπως και η ευρύτερη περιοχή του Πυθαγορείου.
ID 595-002
Όνομα & Τοποθεσία Ηραίον Σάμου
Χώρα Ελλάδα
Συντεταγμένες N37 40 24.00 E26 53 22.00
Περιοχή : 382.45 Ha Buffer zone: Ha
Χάρτης κλίκ εδώ για pdf αρχείο
Ιστοσελίδα UNESCO
-
Video anmimation
“Ναός της Ήρας, Εικονική Περιήγηση του τρόπου κατασκευής παρόμοιου τύπου ναού. Ο ναός της Σάμου είναι σχεδόν διπλάσιος απ ‘αυτό στο βίντεο
-
Πρόσβαση
- Εισιτήρio
Ολόκληρο 6 €
Μειωμένο 3 €
Δικαιούχοι Μειωμένης εισόδου
Δικαιούχοι Ελεύθερης εισόδου
Ημέρες δωρεάν εισόδου για όλους Επάνω