Στις 11 Νοεμβρίου 1912, μπροστά σε πλήθος κόσμου, στο προαύλιο του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα στην πόλη της Σάμου, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης με έκδηλη συγκίνηση, κήρυξε την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα …
Μετά την επιτυχή κατάληξη της Ελληνικής επανάστασης του 1821, ενάντια των Οθωμανών και την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους το 1830, η Σάμος παρ’ όλο που είχε αποτινάξει την οθωμανική εξουσία, δεν συμπεριλαμβάνονταν σ’ αυτό. Το γεγονός απογοήτευσε τους Σάμιους, οι οποίοι προέβησαν σε διαμαρτυρίες προς τις μεγάλες δυνάμεις, διακηρύσσοντας την συνέχιση του αγώνα.
Προκειμένου να επέλθει ηρεμία και ισορροπία στον Αιγιακό χώρο, οι μεγάλες δυνάμεις άρχισαν εντατικές διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη, για την τύχη της Σάμου, η οποία δεν είχε ποτέ μόνιμο μουσουλμανικό πληθυσμό (περισσότερα … ). Εν τέλει, το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν η Οργανική Διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 1832, με την οποία διαμορφώνονταν ένα ιδιότυπο ημιαυτόνομο ηγεμονικό καθεστώς για το νησί της Σάμου.
Η Οργανική Διάταξη του 1832, καθώς και οι μετέπειτα Αναλυτικοί Χάρτες του 1850 και του 1862, καθόριζαν ότι, ο Ηγεμόνας της Σάμου θα διορίζονταν από την Υψηλή Πύλη και θα έπρεπε να είναι ομόθρησκος με τον πληθυσμό της. Η διοίκηση του νησιού θα ασκούνταν από τον Ηγεμόνα και την Σαμιακή Βουλή, η οποία θα απαρτίζονταν από τέσσερις βουλευτές, ένα από κάθε διοικητικό διαμέρισμα του νησιού, εκλεγμένοι από την Γενική Συνέλευση των Πληρεξουσίων του κάθε διαμερίσματος. Η εσωτερική διοίκηση θα διευθετούνταν από τον Ηγεμόνα και την Βουλή, με πλήρη αυτονομία, αλλά δεν θα μπορούσαν να ασκήσουν εξωτερική πολιτική. Θα είχε δικής της σημαία, αλλά δεν θα μπορούσε να έχει δικό της νόμισμα και θα πλήρωνε φόρο υποτελείας στην Υψηλή Πύλη 400.000 γρόσια ετησίως.
Το Ηγεμονικό καθεστώς, δεν έγινε αποδεκτό από τον Σαμιακό λαό, η άρνηση αυτή όμως κάμφθηκε τον Ιούλιο του 1834, όταν ο τουρκικός στόλος αγκυροβόλησε στο νησί και επέβαλε με τη βία τις αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων και των Οθωμανών. Το Ηγεμονικό καθεστώς διήρκεσε 78 χρόνια (1834-1912) και κυβέρνησαν 20 ηγεμόνες. Οι περισσότεροι είχαν μεγάλη μόρφωση, και Διοικητικές ικανότητες, ενώ προσέφεραν πολλά για την πρόοδο και την ανάπτυξη του νησιού. Όλοι τους όμως αντιπροσώπευαν τους Οθωμανούς, στα μάτια των Σαμίων.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Ηγεμονικού καθεστώτος, δεν εκδηλώθηκε ανοιχτά καμιά κοινωνικοπολιτική κίνηση ή κίνημα απελευθέρωσης από την οθωμανική επικυριαρχία, παρά τις πολιτικές διεργασίες τις ανακατατάξεις, όσον αφορά τις σχέσεις με την Υψηλή Πύλη, αλλά και τις κοινωνικές ανισότητες που υπήρχαν στο νησί. Το έναυσμα δόθηκε το 1895 με την έναρξη της Κρητικής επανάστασης και άρχισε να γίνεται εντονότερη, η ιδέα της Ένωσης με την Ελλάδα, με την έναρξη του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897. Όσο κι αν η Ηγεμονική Κυβέρνηση, έλαβε μέτρα καταστολής πιθανών αντιδράσεων, η φλόγα της ιδέας για την Ένωση με την Ελλάδα είχε πλέον ανάψει.
Καθοριστικός παράγοντας στην εξέλιξη των καταστάσεων, ήταν η εμφάνιση του Θεμιστοκλή Σοφούλη (1860-1949) στο πολιτικό προσκήνιο της Σάμου. Μετά το άδοξο τέλος της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας, όταν το 1899 παραιτήθηκε από υφηγητής Αρχαιολογίας, επειδή το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν τον εξέλεξε τακτικό καθηγητή Αρχαιολογίας. Έτσι, ο Σοφούλης επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Σάμο, όπου αναλαμβάνει την ηγεσία του κόμματος των Προοδευτικών, μιας ριζοσπαστικής πολιτικής ομάδας, με εθνικές και προοδευτικές θέσεις, που είχε ως στόχο τη διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών του νησιού, τις οποίες καταπατούσαν οι Ηγεμόνες.
Πολύ σύντομα αναγνωρίσθηκαν οι ικανότητές του Σοφούλη και απέκτησε μεγάλη επιρροή, με αποτέλεσμα το 1900 να εκλεγεί πληρεξούσιος (βουλευτής) του διαμερίσματος των Σαμίων, και το 1902 πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης των Σαμίων. Ο Σοφούλης καλλιεργούσε πλέον συστηματικά, την ενωτική ιδέα, ενώ άρχισε να έχει επαφές με το ελληνικό κράτος, όπως κατηγορήθηκε και από το αντίπαλο συντηρητικό, φίλοηγεμονικό κόμμα των «Χατζηγιαννικών».
Η σύγκρουση Χατζηγιαννικών–Προοδευτικών έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, ενώ η Υψηλή Πύλη στην προσπάθειά της να ελέγξει το επαναστατικό κλίμα που επικρατούσε, διόριζε αυταρχικότερους ηγεμόνες. Έτσι το 1908 διορίζει τον φιλότουρκο, αυταρχικό και τυραννικό Ηγεμόνα Ανδρέα Κοπάση, ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επιβάλει την τάξη και την Οθωμανική κυριαρχία στην Σάμο, παραβιάζοντας τα προνόμια του νησιού.
Τον Μάιο του 1908, μετά από αίτημα του Κοπάση, οι οθωμανοί στέλνουν στο νησί το στόλο κι ένα σύνταγμα πεζικού, γεγονός που οδήγησε στην ένοπλη εξέγερση της 12ης Μαΐου 1908. Ακολούθησαν συμπλοκές στην περιοχή της πρωτεύουσας, κατά τις οποίες σκοτώθηκαν 30 Σαμιώτες. Ο Σοφούλης και οι στενοί συνεργάτες του κρίθηκαν υπαίτιοι για την εξέγερση και καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο από το Κακουργοδικείο Σάμου. Για να αποφύγει τη σύλληψη διέφυγε με τους συνεργάτες του στην Ελλάδα, απ’ όπου προσπαθούσε να οργανώσει κάποιο κίνημα για την ανατροπή του ηγεμόνα.
Στις 9 Μαρτίου 1912, δολοφονείτε ο Ανδρέα Κοπάση από τον Σταύρο Μπαρέτη, ο οποίος επίσης σκοτώνετε από την φρουρά του Κοπάση. Η δολοφονία οργανώθηκε από τους Μακεδονομάχους Σταύρο Καζαντζή (Μπαρέτη) και Αθανάσιο Σταυρούδη και του “Μακεδονικού Κομιτάτου Αθηνών“. Νέος ηγεμόνας αναλαμβάνει ο Γρηγόριος Βεγλερής, ο οποίος στην σύντομη θητεία του, συνεχίζει φιλοτουρκική πολιτική και επιτρέπει την ενίσχυση του Τουρκικού στρατού και εγκατάσταση πυροβολικού στην θέση Μπαϊρακτάρη του Παλαιοκάστρου.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1912 ο Θεμιστοκλής Σοφούλης , με μια μικρή ομάδα ενόπλων Σαμίων, Κρητών και Ικαριωτών, αποβιβάστηκε στον Όρμο Μαραθοκάμπου, και κηρύσσει την επανάσταση εναντίον του τοπικού ηγεμόνα και της υποτέλειας στην Τουρκία. Εκατοντάδες ένοπλοι εθελοντές σπεύδουν να καταταγούν στους Μυτιληνιούς όπου ο Σοφούλης είχε το αρχηγείο του, το οποίο αργότερα μεταφέρεται στη θέση Ζερβού, ώστε να επιβλέπει ευκολότερα τις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων. Οι εξελίξεις πλέον είναι ραγδαίες, οι Τούρκοι καίνε τα σπίτια και τις σοδειές των Σαμίων και άρχισαν οι συγκρούσεις. Η ποιό σφοδρή μάχη ήταν στην περιοχή Μπαϊρακτάρη του Παλαιοκάστρου , που βρίσκονταν το πυροβολικό των Τούρκων, που κράτησε μία ολόκληρη μέρα, με αρκετούς νεκρούς και τραυματίες. Όμως με παρέμβαση του Άγγλου Πρόξενου στην Σάμο, Λούη Μάρκ, έγινε πενθήμερη ανακωχή, από τις 13 έως 18 Σεπτέμβρη. Στις 19 Σεπτεμβρίου ο Σοφούλης με προκήρυξη επισημαίνει ότι «η μόνη κυρίαρχος και έγκυρος εν τω τόπω εξουσία είναι η επανάστασις». Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις όπου συνθηκολογούν οι Τούρκοι και συμφωνούν να αποχωρήσουν από την Σάμο με εγγυήσεις για την ασφαλή μεταφορά του στρατού στα Μικρασιατικά παράλια. Έτσι, στις 23 Σεπτεμβρίου 1912 ο Τουρκικός στρατός εγκαταλείπουν τη Σάμο.
Μετά από επαφές με τον Ελ.Βενιζέλο στην Αθήνα, ο Σοφούλης επιστρέφει στην Σάμο όπου συγκαλείται έκτακτη Εθνοσυνέλευσης και στις 11 Νοεμβρίου 1912, μπροστά σε πλήθος κόσμου, στο προαύλιο του Αγίου Σπυρίδωνα, ο Σοφούλης με έκδηλη συγκίνηση, κήρυξε την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα, στέλνοντας το ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης στον Ελ.Βενιζέλο . Η απάντηση ήταν θετική αλλά με επιφύλαξη, φοβούμενος τις διπλωματικές περιπλοκές. Στην Σάμο δημιουργείτε προσωρινής κυβέρνησης, με πρόεδρο τον Σοφούλη, μέχρις τις 2 του Μαρτίου 1913 που η Ελληνική Κυβέρνηση στέλνει στη Σάμο, το θωρηκτό «Σπέτσαι», και το εμπορικό «Θεσσαλία» τα οποία αποβιβάζουν δύο λόχους Ελληνικού στρατού που γίνεται δεκτός με εκδηλώσεις ενθουσιασμού από τους Σαμιώτες. Η ενσωμάτωση της Σάμου με την Ελλάδα ήταν πλέον πραγματικότητα.
Πηγές
Λαΐου Σοφία : Η Σάμος κατά την Οθωμανική περίοδο.
Λαΐου Σοφία : Συνταγματικά Κείμενα της Ηγεμονίας Σάμου.
Λάνδρος Χρίστος : Σαμιακά Έντυπα Μονόφυλλα 1832 – 1915.
Αρέλη Βάσω : Δημοσιευμα, Η Ηγεμονία της Σάμου και η Ένωση με την Ελλάδα (11 Νοεμβρίου 1912)
Σχόλια 0